- ολόγραφος
- -η, -ο (ΑΜ ὁλόγραφος, -ον)1. (για λέξη) γραμμένος με όλα τα γράμματα, δηλ. όχι συντετμημένα ή με τα αρκτικά της2. γραμμένος εξ ολοκλήρου από το χέρι τού συγγραφέα, ιδιόγραφος («ὡς καὶ τοῡτο ὁλόγραφοι δηλοῡσιν αὐτοῡ πρὸ τῶν τόμων ἐπισημειώσεις», Ευστ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ολόγραφοχειρόγραφη πράξη, π.χ. διαθήκη, γραμμένη ολόκληρη με το χέρι τού διαθέτη.επίρρ...ολογράφως (ΑΜ ὁλογράφως)με τρόπο ολόγραφο, δηλαδή με όλα τα γράμματα, όχι συντετμημένανεοελλ.απόδοση ενός αριθμούς με γράμματα, όχι μόνο με αραβικούς αριθμούς («έδωσα 220 [διακόσιες είκοσι] δραχμές»)].[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -γραφος (< γράφω), πρβλ. μεσό-γραφος].
Dictionary of Greek. 2013.